- κτηνώδεις
- κτηνώδηςlike a beastmasc/fem acc plκτηνώδηςlike a beastmasc/fem nom/voc pl (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φοινικιστής — (I) ὁ, ΜΑ αυτός που βάφει διάφορα αντικείμενα με πορφυρό χρώμα αρχ. (στους Πέρσες) αυτός που φορούσε πορφυρή εσθήτα, γεγονός που δήλωνε ότι ανήκε στην ανώτατη τάξη, ότι κατείχε υψηλά αξιώματα, σατράπης, ηγεμόνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οινικός … Dictionary of Greek
κτηνώδης — κτηνώδης, ης, ες και χτηνώδης, ης, ες γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, και χτηνώδικος, η, ο 1. αυτός που αρμόζει σε κτήνος: Έχει κτηνώδεις επιθυμίες. 2. αυτός που μοιάζει με κτήνος: Έχει κτηνώδες βλέμμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)